- αἱμυλίους
- αἱμύλιοςmasc/fem acc plαἱμύλοςwheedlingmasc/fem acc pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρύφιος — α, ο (AM κρύφιος, ον, θηλ. και κρυφία) 1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) 2. απόρρητος, απόκρυφος μσν. αρχ … Dictionary of Greek
οαρισμός — ὀαρισμός, ὁ (Α) [οαρίζω] οάρισμα* («αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek